- αεροφωτογράφηση
- ηφωτογράφηση από τον αέρα, λήψη αεροφωτογραφιών.[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αήρ + φωτογράφηση*, πρβλ. αγγλ. aerophotography].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
αεροφωτογραφικός — ή, ό [αεροφωτογραφία] ο σχετικός με την αεροφωτογράφηση ή την αεροφωτογραφία … Dictionary of Greek